Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Η εθνική μας μουντζούρα, του Γιάννη Βούλγαρη

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητήςστο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Και να μην το ξέραμε, θα καταλαβαίναμε ότι η τρόικα έρχεται. Την προαναγγέλλουν εθιμοτυπικά πλέον οι «κόκκινες γραμμές». Τις παραμονές της άφιξής της, πολιτικοί και πολιτικάντηδες, δημοσιογράφοι και «κοινωνικοί εταίροι» τραβούν τις «κόκκινες γραμμές» τους από τις οποίες η Ελλάδα ή η κυβέρνηση ή ο Πρωθυπουργός δεν πρέπει να υποχωρήσουν κ.λπ. Συνήθως πρόκειται για γραμμές στην άμμο που σβήνουν για τον απλούστατο λόγο ότι δεν συνθέτουν καμία συνολική πολιτική, καμία προγραμματική βάση για διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Κόκκινες, πράσινες, μπλε και μαύρες γραμμούλες, δημαγωγικές ή συντεχνιακές, σωστές αλλά αποσπασματικές, λαθεμένες αλλά εύπεπτες, φτιάχνουν μια εθνική μουντζούρα. Εικόνα μιας πολιτικής τάξης και μιας κοινωνίας που παραπαίει περισσότερο πλέον αποθαρρημένη παρά οργισμένη.
Και όμως «κόκκινες γραμμές» υπάρχουν μόνο που πρέπει να τις βάλουμε εμείς στον εαυτό μας, πρέπει να φτιάχνουν σχέδιο και να τραβούν σε βάθος χρόνου. Στην ουσία ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, όμως είναι δύσκολο να το κάνουμε γιατί τα κοινωνικοπολιτικά συμφέροντα και οι ρουτίνες υπέρ του status quo είναι πιο οργανωμένα από τις νέες συμμαχίες που χρειάζονται για την ανασυγκρότηση της χώρας. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι πρώτιστη ανάγκη, σημαίνει παρατεταμένη λιτότητα, αλλά λιτότητα από λιτότητα διαφέρει. Υπάρχει αυτή που κατανέμει δίκαια τις θυσίες, που μεταφέρει πόρους από την κατανάλωση στις επενδύσεις, που αναπληρώνει στο μέλλον τις εισοδηματικές απώλειες όταν ο νέος κύκλος ανάπτυξης πάρει εμπρός. Μετά τρία χρόνια «οριζόντιων περικοπών» χρειαζόμαστε μια τέτοια κοινωνικοπολιτική συμφωνία που θα αφορά το εύρος των μισθολογικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, τη δικαιότερη κατανομή των βαρών και τα εργαλεία της ανάπτυξης.

Εχουμε πλέον αποκτήσει επαρκή πείρα ως κοινωνία, ώστε όλοι να καταλαβαίνουμε τον θανάσιμο μηχανισμό που παράγει ελλείμματα στην ελληνική οικονομία. Μια αλόγιστη ενίσχυση της ζήτησης με δανεικά και χωρίς αυθεντική αναδιανομή «ρίχνει λεφτά στην αγορά» αλλά για προϊόντα που εισάγουμε από το εξωτερικό. Ή αλλιώς, δανειζόμαστε για να δημιουργούμε θέσεις εργασίας στη Γερμανία, στην Κίνα ή αλλού. Το ζήσαμε με την πολιτική Αρσένη το 1982-85, το ξαναείδαμε με τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό του «Τσοβόλα δώσ' τα όλα» το 1988-90, το είδαμε και την περίοδο 2004-2009 με την «πολιτική της αδράνειας» και του «λεφτά υπάρχουν». Η Ελλάδα πρέπει να ξαναθυμηθεί την παραγωγή ώστε να δώσει δουλειά στους ανέργους και στις νέες γενιές. Ασφαλώς δεν θα γίνουμε μεγάλη βιομηχανική κοινωνία, αλλά μπορούμε να αντιστρέψουμε την πορεία των τελευταίων χρόνων κατά την οποία οι εξαγωγές μας μειώθηκαν στην Ευρώπη των 15, ενώ διατηρήθηκαν στις λιγότερο ανεπτυγμένες αγορές των Βαλκανίων και της Μεσογείου. Είναι προφανές ότι αν παγιωθεί αυτή η τάση, τότε οι χαμηλοί μισθοί θα γίνουν το μόνιμο ανταγωνιστικό μας «πλεονέκτημα» με αποτέλεσμα να παγιδευτούμε σε έναν φαύλο κύκλο τεχνολογικής υποβάθμισης και μειούμενων εισοδημάτων. Η χώρα μπορεί να έχει καλύτερη τύχη στον διεθνή ανταγωνισμό, αν επενδύσει σε μια μοντέρνα οικονομία υπηρεσιών με επίκεντρο τον τουρισμό, τη ναυτιλία, τις μεταφορές και τις επικοινωνίες, την εκπαίδευση και την έρευνα. Αν στραφεί ξανά σε μια σύγχρονη αγροτική παραγωγή και αν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες σε βιομηχανικούς κλάδους όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χρειαζόμαστε αυτή τη στροφή, ώστε να εξορθολογήσουμε μεταξύ άλλων την κοινωνική διαστρωμάτωση της χώρας, η οποία σήμερα τείνει εγγενώς στη δημοσιονομική αποσταθεροποίηση. Εννοώ, την παρασιτική και παθολογική διόγκωση των μεσαίων στρωμάτων στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τις στρατιές των δικηγόρων, των γιατρών, των καθηγητών, των δημοσιογράφων, των δημόσιων υπαλλήλων που ιστορικά επιβιώνουν είτε από εισροές πρόσθετων πόρων από το εξωτερικό είτε από τη φοροδιαφυγή είτε από την απόσπαση «κοινωνικών πόρων» λόγω της πολιτικής ισχύος που διαθέτουν.

Γιατί τέσσερα χρόνια μετά την κρίση δεν μπορούμε να συζητήσουμε μια κάποια εθνική ατζέντα βάζοντας τις δικές μας κόκκινες γραμμές στο δικό μας σχέδιο; Μα γιατί δεν έχουμε τα εργαλεία. Ούτε τα κόμματα, ούτε τους «κοινωνικούς εταίρους», ούτε το κράτος, ούτε την πολιτική κουλτούρα. Σε όλη την Ευρώπη τα κόμματα εξουσίας βρίσκονται σε κρίση. Αλλά διατηρούν κάποια χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να παράγουν πολιτική και σχετικά ορθολογικό πολιτικό λόγο. Σε όλα έχει αυξηθεί ο ρόλος των προσώπων, η κεντρικότητα του ηγέτη, η πολυσυλλεκτικότητα, το επικοινωνιακό μάρκετινγκ, αλλά διατηρούν ακόμα κάποιες σταθερές δομές, συλλογικότερες ηγετικές ομάδες, επιστημονικότερες επεξεργασίες προγραμμάτων, ορθολογικότερες προτάσεις πίσω από τα συνθήματα, αξιοκρατικότερες διαδικασίες επιλογής του ηγετικού προσωπικού. Στα ελληνικά κόμματα αντιθέτως έχουν επιδεινωθεί τα παραδοσιακά αρνητικά χαρακτηριστικά της μοναρχικής διεύθυνσης, της προγραμματικής αποστέωσης, του ξύλινου μιντιακού λόγου και των προσωπικών διαδρομών. Ετσι όμως πώς να αντεπεξέλθουν στη μείζονα υποχρέωσή τους να επεξεργάζονται ως «συλλογικοί διανοούμενοι» τη δική τους εθνική πολιτική πρόταση; Είναι τυχαίο ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ γράφουν και παρουσιάζουν συχνά πολύ εύστοχες αναλύσεις, αλλά το Εθνικό τους Συμβούλιο άφησε παγερά αδιάφορη την κοινωνία; Είναι τυχαίο ότι στη ΝΔ μια ηγετική φράξια απαλλοτριώνει τον ευρωπαϊκό λόγο της μεταπολιτευτικής Κεντροδεξιάς χωρίς διάλογο και αντιστάσεις; Είναι τυχαίο ότι σε μεγάλο μέρος της κομμουνιστογενούς Αριστεράς η λεκτική βία και ο τραμπουκισμός υποκαθιστούν όλο και περισσότερο τον πολιτικό λόγο;

Εξίσου προβληματική είναι η κατάσταση των «κοινωνικών εταίρων». Η χώρα χρειάζεται μια πολυετή εθνική συμφωνία για την παραγωγικότητα, τη διάσωση θέσεων εργασίας και τη συγκράτηση της μισθολογικής υποβάθμισης. Θα έπρεπε να είναι πρωτοβουλία των ίδιων των εργαζομένων και των εργοδοτών, χωρίς να είναι αναγκαία η πίεση της τρόικας. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει είναι η απαξίωση των συνδικαλιστών, ο συντεχνιακός παροξυσμός των ισχυρών συνδικάτων του Δημοσίου, η εγκατάλειψη των αδύναμων περιφερειακών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και των ανέργων. Οι εργοδότες από την άλλη, παρά τη συμπίεση των μισθών, ούτε τις τιμές έριξαν, ούτε περιόρισαν τη φοροδιαφυγή.
Οσο για το τρίτο εργαλείο, τη Δημόσια Διοίκηση, αρκεί να ξεφυλλίσουμε την πρόσφατη σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ για να κλάψουμε ή να γελάσουμε, ανάλογα με τη στιγμή. Με φυσικό τρόπο αναμένουμε από τους Ολλανδούς να μας εκσυγχρονίσουν το φορολογικό σύστημα, τον Ράιχενμπαχ να επισπεύσει το ΕΣΠΑ, τους Γάλλους να εξορθολογήσουν τη γραφειοκρατία μας. Μακάρι. Αλλωστε έτσι έγινε στη νεότερη ιστορία μας, η χώρα εκσυγχρονιζόταν με την εισαγωγή ξένης τεχνογνωσίας και την παρουσία ξένων ειδικών.

Αλλά όπως δεν φτάνει ο ξένος δανεισμός, έτσι δεν φτάνει και η συνδρομή της διεθνούς τεχνογνωσίας. Η δραματικότητα της κρίσης απαιτεί την έγερση και συστράτευση των δικών μας δυνάμεων. Βρισκόμαστε σε ένα από εκείνα τα κρίσιμα σταυροδρόμια όπου η υπάρχουσα διάταξη κοινωνικών συμφερόντων και η πολιτική μυωπία μπορούν να μας καταβαραθρώσουν, όπως συνέβη και στο παρελθόν. Την ίδια στιγμή, γίνεται δυνατή μια νέα πορεία στο μέτρο που συμπέσουν τέσσερις παράγοντες. Μια ικανή και αποφασιστική ηγετική ομάδα. Η ώθηση από το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η συνδρομή της διεθνούς τεχνογνωσίας. Η υποστήριξη των κοινωνικών δυνάμεων, όπως π.χ. η νεολαία, που βρέθηκαν «εκτός συστήματος» πριν από την κρίση και σήμερα βλέπουν τη θέση τους να χειροτερεύει. Και κυρίως, το όποιο απόθεμα συλλογικότητας και δημοκρατικής κουλτούρας διατηρεί ακόμα η κοινωνική πλειονότητα σε πείσμα της ματαίωσης που ζει. Δεν θα είναι η πρώτη φορά στην ιστορία μας που μια τέτοια «συμμαχία» θα κάνει την κρίση ευκαιρία.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΑ ΝΕΑ: Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου