Συγκλονιστική όσο και επίκαιρη αφήγηση, "εκ των ένδω", για όσα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται στα Εληνικά Πανεπιστήμια. (ΙΜ)
Τον συνηθίσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σας μιλώ γι’αυτόν, γιατί δεν βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε
Προσκυνώ
Γιώργος Σεφέρης (Αφήγηση)
Εν μέσω των κοινοβουλευτικών μαχών και απωλειών, διαγραφών και μεταγραφών, και κάθε είδους και τεχνοτροπίας πολιτικών πιρουετών, που συνόδευσαν την ψήφιση του νέου μνημονίου, «υπεύθυνων» και «ανεύθυνων» «εθνικών» στάσεων, νέων εκτεταμένων καταστροφών στο ιστορικό κέντρο της δύσμοιρης πρωτεύουσας από σταθερά ασύλληπτους «γνωστούς-αγνώστους», εν μέσω σχετικά συγκρατημένων (είναι η αλήθεια) αυτή τη φορά, πανηγυρισμών για το αποτέλεσμα ενός ακόμη «εθνοσωτήριου» Eurogroup, αλλά και λιγότερο έξαλλων αντιδράσεων από την αντιπολίτευση και με την κοινωνία παγωμένη και τρομαγμένη μπρος στην εφιαλτική ύφεση που έρχεται (ξέρουν όλοι πλέον τι τους περιμένει, γι’αυτό και δεν έχει πια Καστελλόριζα και ρητορείες για «θωρακισμένες οικονομίες», «απάνεμα λιμάνια» και «χαρτογραφημένα νερά»), υπάρχει μια είδηση (σημαντική, εκτιμώ), που πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων: αναβάλλονται η μία μετά την άλλη και σε ορισμένες περιπτώσεις ματαιώνονται οι εκλογές στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας για την ανάδειξη των συμβουλίων διοίκησης τους, όπως αυτές προβλέπονται από τον τελευταίο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση, που ψηφίσθηκε (θυμίζω) προ μηνών, από την ευρύτερη ίσως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που έχει ψηφίσει νόμο στην μεταπολίτευση. Ο νόμος αυτός του ελληνικού κράτους διακηρύχθηκε εξ’αρχής από κόμματα της αριστεράς, αλλά και από μερίδα της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητικές παρατάξεις, μέλη ΔΕΠ, αλλά και πρυτάνεις), ότι απλά «Δεν θα περάσει», και φαίνεται πως αυτό εντέλει γίνεται: Απλά, δεν περνάει. Από την αρχή, η αντίδραση στον νόμο αυτό εστιάσθηκε, αποκλειστικά σχεδόν, στον τρόπο εκλογής των πανεπιστημιακών συμβουλίων διοίκησης και των πρυτάνεων, λες και δεν υπάρχουν αλλά ζητήματα και προβλήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για να συζητήσει κανείς και να καταθέσει τις απόψεις του. Αλλά έτσι είναι πάντα τα πράγματα στη χώρα αυτή: το διακύβευμα είναι η εξουσία, και εγκαταλείπεται η ουσία. Εντάξει, θα μου πείτε, εδώ διαλύεται το σύμπαν, με αυτό το θέμα βρήκες να ασχοληθείς; Ισχυρίζομαι, ότι το θέμα αυτό είναι αφ’ενός πολύ σοβαρό, αφ’ετέρου απολύτως ενδεικτικό της συνολικής μεταπολιτευτικής κοινωνικής παθογένειας που μας οδήγησε ως εδώ, και για να γίνω ίσως λίγο πιο σαφής, θα σας αφηγηθώ μια απολύτως πραγματική (που λένε και στις ταινίες) ιστορία.
Πριν από 21 χρόνια (αρχές του 1991) μια παρέα φίλων και συμφοιτητών στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. συνειδητοποιήσαμε μια δυσάρεστη πραγματικότητα: διανύοντας το τρίτο έτος των σπουδών μας, ο αριθμός των φοιτητών του έτους μας, από 180 που είχαμε εισαχθεί ως πρωτοετείς κατόπιν πανελληνίων εξετάσεων, είχε εκτοξευθεί σε πάνω από 650. Αιτία για αυτήν, την εκτός λογικής αύξηση, ήταν αθρόες μεταγραφές φοιτητών από Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Την «φάμπρικα» αυτή των μεταγραφών είχαν στήσει εν αγαστή συμπνοία οι διδάσκοντες του πανεπιστημίου μας με στελέχη των φοιτητικών παρατάξεων (η περίφημη συνδιοίκηση των Πανεπιστημίων) στη βάση ενός διάτρητου «δημοκρατικού» νομοθετικού πλαισίου. Εκτιμώντας ότι η κατάσταση αυτή υποβάθμιζε εν τοις πράγμασι την ποιότητα των σπουδών μας αλλά και καταργούσε από την πίσω πόρτα τις πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις αποφασίσαμε να αντιδράσουμε. Επιλέξαμε μια μορφή ήπιου ακτιβισμού: συγγράφαμε και μοιράζαμε κείμενα διαμαρτυρίας, κάναμε τακτικά και ειρηνικά παραστάσεις διαμαρτυρίας σε αμφιθέατρα και εργαστήρια και αρχίσαμε να συλλέγουμε υπογραφές σε ένα κείμενο που παρέθετε στοιχεία, κατήγγειλε το φαινόμενο και απαιτούσε ει δυνατόν την κατάργηση και πάντως τον δραστικό περιορισμό των μεταγραφών εξωτερικού. Η όλη καμπάνια είχε μια σχετική επιτυχία: το θέμα πήρε δημοσιότητα, εκτεταμένα ρεπορτάζ δημοσιεύθηκαν στον τύπο και τελικά η τότε ηγεσία του υπουργείου παιδείας έφερε ένα νόμο που επιχειρούσε να βάλει κάποια στοιχειώδη τάξη στο όργιο μεταγραφών που λάμβανε χώρα στα ελληνικά πανεπιστήμια (και ειδικά στις ιατρικές σχολές).
Αναθαρρήσαμε από τη μικρή μας «επιτυχία» και πιστεύοντας ότι ασχολούμενοι, κάποια διαφορά μπορούμε να κάνουμε εν τέλει, αποφασίσαμε να κατέλθουμε και στις φοιτητικές εκλογές που θα διενεργούνταν εκείνη την άνοιξη, ως ανεξάρτητη ομάδα φοιτητών. Στις εκλογές, για τα δεδομένα μιας ομάδας χωρίς κομματικές στηρίξεις, αναφορές και χρηματοδότηση, με ανύπαρκτη σχεδόν οργανωτική υποδομή και με ενίοτε αιρετικές για την εποχή εκείνη απόψεις (π.χ. είχαμε θέσει θέμα κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, υπό την έννοια της προστασίας παρανομιών και βιαιοτήτων) πήγαμε αρκετά καλά αναδεικνυόμενοι τρίτη δύναμη μετά τις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ σε επίπεδο σχολής και πρώτη δύναμη (ισοψηφώντας με τη ΔΑΠ) στο έτος μας. Η...πλάκα, άρχισε κάπου εκεί.
Λίγες ημέρες μετά τις φοιτητικές εκλογές, μας πλησίασαν άνθρωποι του περιβάλλοντος του τότε πρύτανη και μας ενημέρωσαν ότι σύντομα θα διεξάγονταν εκλογές για την εκλογή πρυτάνεως στο Α.Π.Θ., και επειδή ο νόμος προέβλεπε συνδιοίκηση καθηγητών-φοιτητών, από την Ιατρική Σχολή, που ήταν η μεγαλύτερη του πανεπιστημίου με 500 περίπου μέλη ΔΕΠ και ψήφιζαν για την εκλογή πρυτάνεως, έπρεπε να ορισθούν από τις φοιτητικές παρατάξεις ίσος αριθμός φοιτητών-εκλεκτόρων ανάλογα με τη δύναμη τους. Ήτοι, εμείς με το 13% που είχαμε λάβει, έπρεπε να ορίσουμε 65 εκλέκτορες. Το αστείο ήταν, ότι εμείς στην πραγματικότητα δεν γνωρίζαμε καν 65 συμφοιτητές μας, που με βεβαιότητα να μπορούσαμε να πούμε, ότι μας είχαν ψηφίσει.Ο πρύτανης, που επιθυμούσε να επανεκλεγεί, ζήτησε να μας συναντήσει. Πήγαν δύο από μας και του εξήγησαν ευγενικά, ότι λόγω της χαλαρής, μη κομματικής φύσης της ομάδας μας, και να θέλαμε, δεν μπορούσαμε να εγγυηθούμε, ότι αν δίναμε «γραμμή» στους εκλέκτορες, που θα ορίζαμε (που δεν θέλαμε), αυτή θα τηρούνταν. Ήταν ευγενής και προσηνής και δήλωσε ότι κατανοεί τη θέση μας και χαίρεται για την παρουσία τέτοιου τύπου παρατάξεων στον φοιτητικό συνδικαλισμό. Με δική μας πρωτοβουλία (για λόγους τήρησης ίσων αποστάσεων) συναντήσαμε και τον αντίπαλο του, υποψήφιο πρύτανη, και του είπαμε τα ίδια.
Λίγες ημέρες αργότερα μας πλησιάζει ένας εκτοετής φοιτητής, μέλος μιας κάπως περίεργης «επιστημονικής» ένωσης φοιτητών της Ιατρικής Σχολής (όχι φοιτητικής συνδικαλιστικής παράταξης) και ζητά να μας εκθέσει ένα ζήτημα. Συναντιόμαστε (και οι εφτά της ομάδας) ένα απόγευμα στο σπίτι ενός από μας. Μας λέει, ότι αντιλαμβάνεται και εκτιμά τον χαρακτήρα της ομάδας μας και την αδυναμία-απροθυμία μας να δώσουμε γραμμή στους εκλέκτορες, που θα ορίζαμε για τις πρυτανικές εκλογές και μας ζητά να του εκχωρήσουμε εκείνου, εν λευκώ, τη δυνατότητα να καταρτίσει τη σχετική λίστα με δικούς του ανθρώπους, που θα ψήφιζαν τον απερχόμενο πρύτανη. Δεν πτοείται από την αρχική κάθετη (και όχι ιδιαίτερα ευγενική) άρνηση μας στο μάλλον εξωφρενικό αίτημα του.
- «Και γιατί πιστεύεις, ότι θα δώσουμε μια λευκή κόλλα για να συμπληρώσεις εσύ τη λίστα;», τον ρωτά ένας από μας.
- «Γιατί ο νυν πρύτανης θα επανεκλεγεί άνετα» (σε αυτό είχε δίκιο) «ανεξάρτητα από τους δικούς σας εκλέκτορες. Δεν έχετε λοιπόν κανένα λόγο να τον έχετε αντίπαλο, αντί ευγνώμονα. Ξέρετε, τι κονδύλια διαχειρίζεται μια πρυτανεία; Θέλετε, ας πούμε, να διοργανώσετε μια εκδήλωση για κάποιο θέμα, "νέοι και ναρκωτικά" π.χ., γιατί να μην πάρετε μια επιχορήγηση από την πρυτανεία; Σας γνωρίζω, έχω ακούσει για σας, είστε καλοί φοιτητές. Γιατί να μην διευκολυνθείτε, να ξεκινήσετε, ένα διδακτορικό;»
Ο άνθρωπος αυτός, παρά την άρνηση μας να δεχθούμε την πρόταση του, παρά το ότι τον αντιμετωπίζαμε ενίοτε ειρωνικά, παρά το ότι όντως οι «δικοί μας» εκλέκτορες δεν θα έπαιζαν κανέναν ουσιώδη ρόλο στην έκβαση των εκλογών, έμεινε 8 (ναι, οχτώ) ώρες σε εκείνο το σπίτι προσπαθώντας να μας μεταπείσει, κυνικός, αποφασισμένος, πατερναλιστικός, μετερχόμενος εναλλάξ υποσχέσεων και συγκεκαλυμμένων απειλών. Δεν έμαθα ποτέ, αν τον είχε στείλει ο πρύτανης ή αν με δική του πρωτοβουλία ήθελε να «πουλήσει» εκδούλευση στον πρύτανη. Ίσως δεν έχει και σημασία, το παιχνίδι έτσι παίζονταν και έτσι παίζεται.
Η τελευταία του προσπάθεια ήταν η εξής:
-«Παιδιά, πρέπει να το καταλάβετε. Κάποιος που θέλει να πάει μπροστά, πρέπει να προσηλώνεται στον στόχο του. Τις περισσότερες φορές στη διαδρομή του για τον στόχο του θα κληθεί να περάσει κάποιες πόρτες. Αν κάποια πόρτα είναι πιο κοντή από το μπόι του, θα χρειασθεί να σκύψει, για να περάσει. Σημασία δεν έχει αν σκύβεις το κεφάλι, σημασία έχει ο στόχος».
Και η απάντηση που του έδωσε ένας καλός φίλος:
-«Όταν σκύβεις το κεφάλι για να περάσεις την πόρτα, το πρόβλημα είναι, ότι η επόμενη πόρτα, στο δρόμο για τον "στόχο", θα είναι πιο κοντή από την πρώτη, και η επόμενη ακόμη πιο κοντή, και θα σκύβεις το κεφάλι, όλο και πιο πολύ, και μετά θα γονατίσεις, και στο τέλος θα έρπεις, σαν σκουλήκι.
Και ίσως να μην θυμάσαι πια και τον "στόχο"».
H πραγματικότητα βέβαια, δεν είναι ούτε απλή, ούτε «ηρωική». Η επιμονή και η επιχειρηματολογία του μεγαλύτερου συμφοιτητή μας, μας κλόνισε και μας δίχασε. Αφού έφυγε, ακολούθησε θυελλώδης μεταξύ μας συζήτηση και διαφωνία και η πρόταση του απορρίφθηκε οριακά με 4-3. Επίσης, εμείς ένα χρόνο αργότερα κουραστήκαμε και απογοητευτήκαμε από την ενασχόληση με τα κοινά της σχολής, και τα παρατήσαμε. Εμείς, μείναμε καλοί φίλοι. Εκείνος, όπως φαντάζομαι υποθέτετε, ακολούθησε και ακολουθεί ακαδημαϊκή και αξιοσημείωτη πολιτική καριέρα.
Η λεγόμενη πολιτική τάξη της χώρας έχει από καιρό καθορίσει τον στόχο της, που είναι η διατήρηση και διαιώνιση της όποιας (πλέον) εξουσίας της και σκύβει πρόθυμα το κεφάλι της εντός και εκτός συνόρων. Εντός των συνόρων υποτάσσεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ισχυρών παραγόντων και ομάδων πίεσης (μεγαλοεπιχειρηματίες, μηντιάρχες, ισχυρές συντεχνίες) και έχει εγκαταλείψει τη μάχη (αν υποθέσουμε ότι την έδωσε ποτέ) για την τήρηση της δημοκρατικής νομιμότητας και εκτός των συνόρων υποτάσσεται σε ένα οικονομικά ατελέσφορο, κοινωνικά διαλυτικό και εθνικά ενίοτε ταπεινωτικό τροϊκανό μνημόνιο, προσπαθώντας μάλιστα να τορπιλίσει ή να καθυστερήσει εκείνες μόνο τις πτυχές του, που τυχόν θίγουν την σταθερή του εκλογική πελατεία.
Η κοινωνία των πολιτών θα σηκώσει το κεφάλι;
Ειλικρινά, δεν έχω απάντηση.
Υ.Γ.1 Η εικόνα είναι το έργο «Πρωινό ενός τυφλού» του Pablo Picasso (1903)
Υ.Γ.2. "Για ένα κομμάτι ψωμί" από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα
«Όταν σκύβεις το κεφάλι για να περάσεις την πόρτα, το πρόβλημα είναι, ότι η επόμενη πόρτα, στο δρόμο για τον "στόχο", θα είναι πιο κοντή από την πρώτη, και η επόμενη ακόμη πιο κοντή, και θα σκύβεις το κεφάλι, όλο και πιο πολύ, και μετά θα γονατίσεις, και στο τέλος θα έρπεις, σαν σκουλήκι.
Και ίσως να μην θυμάσαι πια και τον "στόχο"».
Τον συνηθίσαμε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
Σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
Και σας μιλώ γι’αυτόν, γιατί δεν βρίσκω τίποτα
Που να μην το συνηθίσατε
Προσκυνώ
Γιώργος Σεφέρης (Αφήγηση)
Εν μέσω των κοινοβουλευτικών μαχών και απωλειών, διαγραφών και μεταγραφών, και κάθε είδους και τεχνοτροπίας πολιτικών πιρουετών, που συνόδευσαν την ψήφιση του νέου μνημονίου, «υπεύθυνων» και «ανεύθυνων» «εθνικών» στάσεων, νέων εκτεταμένων καταστροφών στο ιστορικό κέντρο της δύσμοιρης πρωτεύουσας από σταθερά ασύλληπτους «γνωστούς-αγνώστους», εν μέσω σχετικά συγκρατημένων (είναι η αλήθεια) αυτή τη φορά, πανηγυρισμών για το αποτέλεσμα ενός ακόμη «εθνοσωτήριου» Eurogroup, αλλά και λιγότερο έξαλλων αντιδράσεων από την αντιπολίτευση και με την κοινωνία παγωμένη και τρομαγμένη μπρος στην εφιαλτική ύφεση που έρχεται (ξέρουν όλοι πλέον τι τους περιμένει, γι’αυτό και δεν έχει πια Καστελλόριζα και ρητορείες για «θωρακισμένες οικονομίες», «απάνεμα λιμάνια» και «χαρτογραφημένα νερά»), υπάρχει μια είδηση (σημαντική, εκτιμώ), που πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων: αναβάλλονται η μία μετά την άλλη και σε ορισμένες περιπτώσεις ματαιώνονται οι εκλογές στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας για την ανάδειξη των συμβουλίων διοίκησης τους, όπως αυτές προβλέπονται από τον τελευταίο νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση, που ψηφίσθηκε (θυμίζω) προ μηνών, από την ευρύτερη ίσως κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που έχει ψηφίσει νόμο στην μεταπολίτευση. Ο νόμος αυτός του ελληνικού κράτους διακηρύχθηκε εξ’αρχής από κόμματα της αριστεράς, αλλά και από μερίδα της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητικές παρατάξεις, μέλη ΔΕΠ, αλλά και πρυτάνεις), ότι απλά «Δεν θα περάσει», και φαίνεται πως αυτό εντέλει γίνεται: Απλά, δεν περνάει. Από την αρχή, η αντίδραση στον νόμο αυτό εστιάσθηκε, αποκλειστικά σχεδόν, στον τρόπο εκλογής των πανεπιστημιακών συμβουλίων διοίκησης και των πρυτάνεων, λες και δεν υπάρχουν αλλά ζητήματα και προβλήματα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για να συζητήσει κανείς και να καταθέσει τις απόψεις του. Αλλά έτσι είναι πάντα τα πράγματα στη χώρα αυτή: το διακύβευμα είναι η εξουσία, και εγκαταλείπεται η ουσία. Εντάξει, θα μου πείτε, εδώ διαλύεται το σύμπαν, με αυτό το θέμα βρήκες να ασχοληθείς; Ισχυρίζομαι, ότι το θέμα αυτό είναι αφ’ενός πολύ σοβαρό, αφ’ετέρου απολύτως ενδεικτικό της συνολικής μεταπολιτευτικής κοινωνικής παθογένειας που μας οδήγησε ως εδώ, και για να γίνω ίσως λίγο πιο σαφής, θα σας αφηγηθώ μια απολύτως πραγματική (που λένε και στις ταινίες) ιστορία.
Πριν από 21 χρόνια (αρχές του 1991) μια παρέα φίλων και συμφοιτητών στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. συνειδητοποιήσαμε μια δυσάρεστη πραγματικότητα: διανύοντας το τρίτο έτος των σπουδών μας, ο αριθμός των φοιτητών του έτους μας, από 180 που είχαμε εισαχθεί ως πρωτοετείς κατόπιν πανελληνίων εξετάσεων, είχε εκτοξευθεί σε πάνω από 650. Αιτία για αυτήν, την εκτός λογικής αύξηση, ήταν αθρόες μεταγραφές φοιτητών από Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Την «φάμπρικα» αυτή των μεταγραφών είχαν στήσει εν αγαστή συμπνοία οι διδάσκοντες του πανεπιστημίου μας με στελέχη των φοιτητικών παρατάξεων (η περίφημη συνδιοίκηση των Πανεπιστημίων) στη βάση ενός διάτρητου «δημοκρατικού» νομοθετικού πλαισίου. Εκτιμώντας ότι η κατάσταση αυτή υποβάθμιζε εν τοις πράγμασι την ποιότητα των σπουδών μας αλλά και καταργούσε από την πίσω πόρτα τις πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις αποφασίσαμε να αντιδράσουμε. Επιλέξαμε μια μορφή ήπιου ακτιβισμού: συγγράφαμε και μοιράζαμε κείμενα διαμαρτυρίας, κάναμε τακτικά και ειρηνικά παραστάσεις διαμαρτυρίας σε αμφιθέατρα και εργαστήρια και αρχίσαμε να συλλέγουμε υπογραφές σε ένα κείμενο που παρέθετε στοιχεία, κατήγγειλε το φαινόμενο και απαιτούσε ει δυνατόν την κατάργηση και πάντως τον δραστικό περιορισμό των μεταγραφών εξωτερικού. Η όλη καμπάνια είχε μια σχετική επιτυχία: το θέμα πήρε δημοσιότητα, εκτεταμένα ρεπορτάζ δημοσιεύθηκαν στον τύπο και τελικά η τότε ηγεσία του υπουργείου παιδείας έφερε ένα νόμο που επιχειρούσε να βάλει κάποια στοιχειώδη τάξη στο όργιο μεταγραφών που λάμβανε χώρα στα ελληνικά πανεπιστήμια (και ειδικά στις ιατρικές σχολές).
Αναθαρρήσαμε από τη μικρή μας «επιτυχία» και πιστεύοντας ότι ασχολούμενοι, κάποια διαφορά μπορούμε να κάνουμε εν τέλει, αποφασίσαμε να κατέλθουμε και στις φοιτητικές εκλογές που θα διενεργούνταν εκείνη την άνοιξη, ως ανεξάρτητη ομάδα φοιτητών. Στις εκλογές, για τα δεδομένα μιας ομάδας χωρίς κομματικές στηρίξεις, αναφορές και χρηματοδότηση, με ανύπαρκτη σχεδόν οργανωτική υποδομή και με ενίοτε αιρετικές για την εποχή εκείνη απόψεις (π.χ. είχαμε θέσει θέμα κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, υπό την έννοια της προστασίας παρανομιών και βιαιοτήτων) πήγαμε αρκετά καλά αναδεικνυόμενοι τρίτη δύναμη μετά τις ΔΑΠ και ΠΑΣΠ σε επίπεδο σχολής και πρώτη δύναμη (ισοψηφώντας με τη ΔΑΠ) στο έτος μας. Η...πλάκα, άρχισε κάπου εκεί.
Λίγες ημέρες μετά τις φοιτητικές εκλογές, μας πλησίασαν άνθρωποι του περιβάλλοντος του τότε πρύτανη και μας ενημέρωσαν ότι σύντομα θα διεξάγονταν εκλογές για την εκλογή πρυτάνεως στο Α.Π.Θ., και επειδή ο νόμος προέβλεπε συνδιοίκηση καθηγητών-φοιτητών, από την Ιατρική Σχολή, που ήταν η μεγαλύτερη του πανεπιστημίου με 500 περίπου μέλη ΔΕΠ και ψήφιζαν για την εκλογή πρυτάνεως, έπρεπε να ορισθούν από τις φοιτητικές παρατάξεις ίσος αριθμός φοιτητών-εκλεκτόρων ανάλογα με τη δύναμη τους. Ήτοι, εμείς με το 13% που είχαμε λάβει, έπρεπε να ορίσουμε 65 εκλέκτορες. Το αστείο ήταν, ότι εμείς στην πραγματικότητα δεν γνωρίζαμε καν 65 συμφοιτητές μας, που με βεβαιότητα να μπορούσαμε να πούμε, ότι μας είχαν ψηφίσει.Ο πρύτανης, που επιθυμούσε να επανεκλεγεί, ζήτησε να μας συναντήσει. Πήγαν δύο από μας και του εξήγησαν ευγενικά, ότι λόγω της χαλαρής, μη κομματικής φύσης της ομάδας μας, και να θέλαμε, δεν μπορούσαμε να εγγυηθούμε, ότι αν δίναμε «γραμμή» στους εκλέκτορες, που θα ορίζαμε (που δεν θέλαμε), αυτή θα τηρούνταν. Ήταν ευγενής και προσηνής και δήλωσε ότι κατανοεί τη θέση μας και χαίρεται για την παρουσία τέτοιου τύπου παρατάξεων στον φοιτητικό συνδικαλισμό. Με δική μας πρωτοβουλία (για λόγους τήρησης ίσων αποστάσεων) συναντήσαμε και τον αντίπαλο του, υποψήφιο πρύτανη, και του είπαμε τα ίδια.
Λίγες ημέρες αργότερα μας πλησιάζει ένας εκτοετής φοιτητής, μέλος μιας κάπως περίεργης «επιστημονικής» ένωσης φοιτητών της Ιατρικής Σχολής (όχι φοιτητικής συνδικαλιστικής παράταξης) και ζητά να μας εκθέσει ένα ζήτημα. Συναντιόμαστε (και οι εφτά της ομάδας) ένα απόγευμα στο σπίτι ενός από μας. Μας λέει, ότι αντιλαμβάνεται και εκτιμά τον χαρακτήρα της ομάδας μας και την αδυναμία-απροθυμία μας να δώσουμε γραμμή στους εκλέκτορες, που θα ορίζαμε για τις πρυτανικές εκλογές και μας ζητά να του εκχωρήσουμε εκείνου, εν λευκώ, τη δυνατότητα να καταρτίσει τη σχετική λίστα με δικούς του ανθρώπους, που θα ψήφιζαν τον απερχόμενο πρύτανη. Δεν πτοείται από την αρχική κάθετη (και όχι ιδιαίτερα ευγενική) άρνηση μας στο μάλλον εξωφρενικό αίτημα του.
- «Και γιατί πιστεύεις, ότι θα δώσουμε μια λευκή κόλλα για να συμπληρώσεις εσύ τη λίστα;», τον ρωτά ένας από μας.
- «Γιατί ο νυν πρύτανης θα επανεκλεγεί άνετα» (σε αυτό είχε δίκιο) «ανεξάρτητα από τους δικούς σας εκλέκτορες. Δεν έχετε λοιπόν κανένα λόγο να τον έχετε αντίπαλο, αντί ευγνώμονα. Ξέρετε, τι κονδύλια διαχειρίζεται μια πρυτανεία; Θέλετε, ας πούμε, να διοργανώσετε μια εκδήλωση για κάποιο θέμα, "νέοι και ναρκωτικά" π.χ., γιατί να μην πάρετε μια επιχορήγηση από την πρυτανεία; Σας γνωρίζω, έχω ακούσει για σας, είστε καλοί φοιτητές. Γιατί να μην διευκολυνθείτε, να ξεκινήσετε, ένα διδακτορικό;»
Ο άνθρωπος αυτός, παρά την άρνηση μας να δεχθούμε την πρόταση του, παρά το ότι τον αντιμετωπίζαμε ενίοτε ειρωνικά, παρά το ότι όντως οι «δικοί μας» εκλέκτορες δεν θα έπαιζαν κανέναν ουσιώδη ρόλο στην έκβαση των εκλογών, έμεινε 8 (ναι, οχτώ) ώρες σε εκείνο το σπίτι προσπαθώντας να μας μεταπείσει, κυνικός, αποφασισμένος, πατερναλιστικός, μετερχόμενος εναλλάξ υποσχέσεων και συγκεκαλυμμένων απειλών. Δεν έμαθα ποτέ, αν τον είχε στείλει ο πρύτανης ή αν με δική του πρωτοβουλία ήθελε να «πουλήσει» εκδούλευση στον πρύτανη. Ίσως δεν έχει και σημασία, το παιχνίδι έτσι παίζονταν και έτσι παίζεται.
Η τελευταία του προσπάθεια ήταν η εξής:
-«Παιδιά, πρέπει να το καταλάβετε. Κάποιος που θέλει να πάει μπροστά, πρέπει να προσηλώνεται στον στόχο του. Τις περισσότερες φορές στη διαδρομή του για τον στόχο του θα κληθεί να περάσει κάποιες πόρτες. Αν κάποια πόρτα είναι πιο κοντή από το μπόι του, θα χρειασθεί να σκύψει, για να περάσει. Σημασία δεν έχει αν σκύβεις το κεφάλι, σημασία έχει ο στόχος».
Και η απάντηση που του έδωσε ένας καλός φίλος:
-«Όταν σκύβεις το κεφάλι για να περάσεις την πόρτα, το πρόβλημα είναι, ότι η επόμενη πόρτα, στο δρόμο για τον "στόχο", θα είναι πιο κοντή από την πρώτη, και η επόμενη ακόμη πιο κοντή, και θα σκύβεις το κεφάλι, όλο και πιο πολύ, και μετά θα γονατίσεις, και στο τέλος θα έρπεις, σαν σκουλήκι.
Και ίσως να μην θυμάσαι πια και τον "στόχο"».
H πραγματικότητα βέβαια, δεν είναι ούτε απλή, ούτε «ηρωική». Η επιμονή και η επιχειρηματολογία του μεγαλύτερου συμφοιτητή μας, μας κλόνισε και μας δίχασε. Αφού έφυγε, ακολούθησε θυελλώδης μεταξύ μας συζήτηση και διαφωνία και η πρόταση του απορρίφθηκε οριακά με 4-3. Επίσης, εμείς ένα χρόνο αργότερα κουραστήκαμε και απογοητευτήκαμε από την ενασχόληση με τα κοινά της σχολής, και τα παρατήσαμε. Εμείς, μείναμε καλοί φίλοι. Εκείνος, όπως φαντάζομαι υποθέτετε, ακολούθησε και ακολουθεί ακαδημαϊκή και αξιοσημείωτη πολιτική καριέρα.
Η λεγόμενη πολιτική τάξη της χώρας έχει από καιρό καθορίσει τον στόχο της, που είναι η διατήρηση και διαιώνιση της όποιας (πλέον) εξουσίας της και σκύβει πρόθυμα το κεφάλι της εντός και εκτός συνόρων. Εντός των συνόρων υποτάσσεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων ισχυρών παραγόντων και ομάδων πίεσης (μεγαλοεπιχειρηματίες, μηντιάρχες, ισχυρές συντεχνίες) και έχει εγκαταλείψει τη μάχη (αν υποθέσουμε ότι την έδωσε ποτέ) για την τήρηση της δημοκρατικής νομιμότητας και εκτός των συνόρων υποτάσσεται σε ένα οικονομικά ατελέσφορο, κοινωνικά διαλυτικό και εθνικά ενίοτε ταπεινωτικό τροϊκανό μνημόνιο, προσπαθώντας μάλιστα να τορπιλίσει ή να καθυστερήσει εκείνες μόνο τις πτυχές του, που τυχόν θίγουν την σταθερή του εκλογική πελατεία.
Η κοινωνία των πολιτών θα σηκώσει το κεφάλι;
Ειλικρινά, δεν έχω απάντηση.
Υ.Γ.1 Η εικόνα είναι το έργο «Πρωινό ενός τυφλού» του Pablo Picasso (1903)
Υ.Γ.2. "Για ένα κομμάτι ψωμί" από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου