Την κοινωνία διατρέχουν δύο μεγάλα ρεύματα. Το πρώτο είναι το
ρεύμα όλων όσοι ήταν οι προνομιούχοι του παρασιτισμού, ευημερούσαν σε
βάρος του ελληνικού λαού. Αγριεμένοι πασχίζουν με νύχια και με δόντια να
διατηρήσουν ή να ανακτήσουν τα προνόμιά τους, σείουν κομματικές σημαίες
ευκαιρίας ανεξαρτήτως χρώματος ή συμβόλων, προκειμένου να ακυρώσουν τη
μεταρρύθμιση της χώρας.
Το δεύτερο ρεύμα αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας που το εισόδημά τους καταστράφηκε πλήρως (έμειναν άνεργοι…) και τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας, όλους αυτούς που έπληξε η συντηρητική, κοινωνικά άδικη και αναπτυξιακά ατελέσφορη εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κάποια μέσα-δήθεν-ενημέρωσης), επιδεικνύοντας ενδοτικότητα στις αξιώσεις των «πελατών» του, κατέληξε στην άσκηση μιας σκληρά ταξικής πολιτικής που πολλαπλασίασε τα «θύματα».
Το επίκαιρο θέμα συζήτησης είναι η νέα κυβέρνηση. Τα πρόσωπα που την απαρτίζουν (ένα ανισομερές μείγμα άξιων ανθρώπων και φθαρμένων πολιτευτών...), η αντιπροσωπευτικότητά της (το ΠΑΣΟΚ αντιπροσωπεύεται πολύ λιγότερο από όσο αντιπροσωπευόταν η Ν.Δ. στην κυβέρνηση Παπαδήμου, με κάποιους φίλους του προέδρου του...), το μέγεθός της (είναι περίπου ίδιο με το μέγεθος της κυβέρνησης Παπαδήμου στην τελευταία φάση της). Και, ως κατάληξη όλων αυτών, η συζήτηση επικεντρώνεται στην επάρκεια ή μη της νέας κυβέρνησης να διασώσει τη χώρα μέσα στην Ευρωζώνη.
Υπάρχει μια προδιάθεση να υποτιμώνται ή να αγνοούνται οι κυριότερες υπαρκτές δυσκολίες, που ούτε τεχνικές ούτε εξωτερικές είναι.
Την κοινωνία διατρέχουν δύο μεγάλα ρεύματα. Το πρώτο είναι το ρεύμα όλων όσοι ήταν οι προνομιούχοι του παρασιτισμού, ευημερούσαν σε βάρος του ελληνικού λαού. Αγριεμένοι πασχίζουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν ή να ανακτήσουν τα προνόμιά τους, σείουν κομματικές σημαίες ευκαιρίας ανεξαρτήτως χρώματος ή συμβόλων, προκειμένου να ακυρώσουν τη μεταρρύθμιση της χώρας.
Το δεύτερο ρεύμα αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας που το εισόδημά τους καταστράφηκε πλήρως (έμειναν άνεργοι…) και τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας, όλους αυτούς που έπληξε η συντηρητική, κοινωνικά άδικη και αναπτυξιακά ατελέσφορη εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κάποια μέσα-δήθεν-ενημέρωσης), επιδεικνύοντας ενδοτικότητα στις αξιώσεις των «πελατών» του, κατέληξε στην άσκηση μιας σκληρά ταξικής πολιτικής που πολλαπλασίασε τα «θύματα».
Οταν έσπασε η ελληνική «φούσκα» και οι αγορές μάς κλείδωσαν απέξω, ήταν ολοφάνερο ότι όλη η χώρα θα φτωχύνει και η ανταγωνιστικότητά της θα προσαρμοζόταν βίαια σε μεγάλο βαθμό με εσωτερική υποτίμηση. Το πολιτικό κατεστημένο αρχικά δεν κατάλαβε και στη συνέχεια φοβήθηκε να πει την αλήθεια. Παραιτήθηκε από την υποχρέωση δίκαιης κατανομής των βαρών και διεύθυνσης της μεταρρύθμισης με αποτελεσματικότητα και κοινωνική ευαισθησία. Κατ’ ουσίαν, παραδόθηκε αμαχητί. Και παραμελώντας τις μεταρρυθμίσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής, την ανασυγκρότηση του κράτους, την εξυγίανση του Δημοσίου, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης, κατέληξε να «πετύχει» τη θεσμική κατοχύρωση της διάλυσης της αγοράς εργασίας και, το χειρότερο, την εκτίναξη της ανεργίας.
Ετσι, το πολιτικό σύστημα πυροδότησε την κοινωνική έκρηξη. Τα δύο κοινωνικά ρεύματα, «πελατών» και «θυμάτων», ενώθηκαν σε ένα τεράστιο τσουνάμι που οδηγεί τη χώρα στα βράχια. Τα πολιτικά κόμματα θέλουν να πιστεύουν, σήμερα ακόμη, ότι κρατούν το τιμόνι και διευθύνουν την πορεία του τόπου. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική: τα πολιτικά κόμματα είναι βαρκούλες που επιπλέουν πάνω στο τσουνάμι. Δεν καθορίζουν αυτές την πορεία του. Το τσουνάμι καθορίζει τη δική τους πορεία – και του τόπου.
Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία. Για να αντιμετωπιστεί, πρέπει να επιτευχθεί ο διαχωρισμός των δύο συστατικών του ρευμάτων, με τολμηρή, ταχεία εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αφ’ ενός και την προστασία των θέσεων εργασίας και των θυμάτων της κρίσης αφ’ ετέρου. Ισως υπάρχει και μια μεγαλύτερη δυσκολία: η αδυναμία κατανόησης αυτού του προβλήματος.
Το δεύτερο ρεύμα αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας που το εισόδημά τους καταστράφηκε πλήρως (έμειναν άνεργοι…) και τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας, όλους αυτούς που έπληξε η συντηρητική, κοινωνικά άδικη και αναπτυξιακά ατελέσφορη εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κάποια μέσα-δήθεν-ενημέρωσης), επιδεικνύοντας ενδοτικότητα στις αξιώσεις των «πελατών» του, κατέληξε στην άσκηση μιας σκληρά ταξικής πολιτικής που πολλαπλασίασε τα «θύματα».
Το επίκαιρο θέμα συζήτησης είναι η νέα κυβέρνηση. Τα πρόσωπα που την απαρτίζουν (ένα ανισομερές μείγμα άξιων ανθρώπων και φθαρμένων πολιτευτών...), η αντιπροσωπευτικότητά της (το ΠΑΣΟΚ αντιπροσωπεύεται πολύ λιγότερο από όσο αντιπροσωπευόταν η Ν.Δ. στην κυβέρνηση Παπαδήμου, με κάποιους φίλους του προέδρου του...), το μέγεθός της (είναι περίπου ίδιο με το μέγεθος της κυβέρνησης Παπαδήμου στην τελευταία φάση της). Και, ως κατάληξη όλων αυτών, η συζήτηση επικεντρώνεται στην επάρκεια ή μη της νέας κυβέρνησης να διασώσει τη χώρα μέσα στην Ευρωζώνη.
Υπάρχει μια προδιάθεση να υποτιμώνται ή να αγνοούνται οι κυριότερες υπαρκτές δυσκολίες, που ούτε τεχνικές ούτε εξωτερικές είναι.
Την κοινωνία διατρέχουν δύο μεγάλα ρεύματα. Το πρώτο είναι το ρεύμα όλων όσοι ήταν οι προνομιούχοι του παρασιτισμού, ευημερούσαν σε βάρος του ελληνικού λαού. Αγριεμένοι πασχίζουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν ή να ανακτήσουν τα προνόμιά τους, σείουν κομματικές σημαίες ευκαιρίας ανεξαρτήτως χρώματος ή συμβόλων, προκειμένου να ακυρώσουν τη μεταρρύθμιση της χώρας.
Το δεύτερο ρεύμα αποτελείται από εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας που το εισόδημά τους καταστράφηκε πλήρως (έμειναν άνεργοι…) και τα ασθενέστερα τμήματα της κοινωνίας, όλους αυτούς που έπληξε η συντηρητική, κοινωνικά άδικη και αναπτυξιακά ατελέσφορη εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση, αντιπολίτευση και κάποια μέσα-δήθεν-ενημέρωσης), επιδεικνύοντας ενδοτικότητα στις αξιώσεις των «πελατών» του, κατέληξε στην άσκηση μιας σκληρά ταξικής πολιτικής που πολλαπλασίασε τα «θύματα».
Οταν έσπασε η ελληνική «φούσκα» και οι αγορές μάς κλείδωσαν απέξω, ήταν ολοφάνερο ότι όλη η χώρα θα φτωχύνει και η ανταγωνιστικότητά της θα προσαρμοζόταν βίαια σε μεγάλο βαθμό με εσωτερική υποτίμηση. Το πολιτικό κατεστημένο αρχικά δεν κατάλαβε και στη συνέχεια φοβήθηκε να πει την αλήθεια. Παραιτήθηκε από την υποχρέωση δίκαιης κατανομής των βαρών και διεύθυνσης της μεταρρύθμισης με αποτελεσματικότητα και κοινωνική ευαισθησία. Κατ’ ουσίαν, παραδόθηκε αμαχητί. Και παραμελώντας τις μεταρρυθμίσεις για την πάταξη της φοροδιαφυγής, την ανασυγκρότηση του κράτους, την εξυγίανση του Δημοσίου, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης, κατέληξε να «πετύχει» τη θεσμική κατοχύρωση της διάλυσης της αγοράς εργασίας και, το χειρότερο, την εκτίναξη της ανεργίας.
Ετσι, το πολιτικό σύστημα πυροδότησε την κοινωνική έκρηξη. Τα δύο κοινωνικά ρεύματα, «πελατών» και «θυμάτων», ενώθηκαν σε ένα τεράστιο τσουνάμι που οδηγεί τη χώρα στα βράχια. Τα πολιτικά κόμματα θέλουν να πιστεύουν, σήμερα ακόμη, ότι κρατούν το τιμόνι και διευθύνουν την πορεία του τόπου. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική: τα πολιτικά κόμματα είναι βαρκούλες που επιπλέουν πάνω στο τσουνάμι. Δεν καθορίζουν αυτές την πορεία του. Το τσουνάμι καθορίζει τη δική τους πορεία – και του τόπου.
Αυτή είναι η μεγάλη δυσκολία. Για να αντιμετωπιστεί, πρέπει να επιτευχθεί ο διαχωρισμός των δύο συστατικών του ρευμάτων, με τολμηρή, ταχεία εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αφ’ ενός και την προστασία των θέσεων εργασίας και των θυμάτων της κρίσης αφ’ ετέρου. Ισως υπάρχει και μια μεγαλύτερη δυσκολία: η αδυναμία κατανόησης αυτού του προβλήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου