Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ -Ιδρυτική Διακήρυξη


Από το http://www.koinonikossyndesmos.org./

Τι πιστεύουμε

Η φοβερή κρίση που πλήττει σήμερα την Ελλάδα αποδεικνύει καθημερινά ότι τα πολιτικά κόμματα και τα στελέχη τους, με λιγοστές φωτεινές εξαιρέσεις, είναι ανεπαρκή, ανίκανα να ανταποκριθούν στη σοβαρότητα των περιστάσεων.
Αυτό το επικίνδυνο για τη δημοκρατία μας γεγονός θέτει επιτακτικά σε όλους τους πολίτες το αίτημα να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο για το μέλλον τους. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, εμείς, μια ομάδα Ελληνίδων και Ελλήνων που δεν αντέχουμε πια να παρακολουθούμε με σταυρωμένα τα χέρια τον τόπο μας να καταστρέφεται, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο, ως όργανο έκφρασης των αγωνιών και, κυρίως, των ελπίδων μας.

Προερχόμαστε από όλες τις γωνιές της χώρας κι από ευρύ επαγγελματικό, κοινωνικό και μορφωτικό φάσμα. Διαφορετικές είναι και οι πολιτικές διαδρομές μας. Ορισμένοι δεν ασχοληθήκαμε ποτέ ενεργά με τα κοινά, κάποιοι μετείχαμε σε μη κομματικούς φορείς, ενώ άλλοι υπήρξαμε στο παρελθόν μέλη κομμάτων. Τώρα, όμως, μας ενώνει όλους η απόφαση να αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί για την εθνική ανόρθωση.
Ο Κοινωνικός Σύνδεσμος έχει ως σκοπό να προωθήσει την πληροφόρηση, το διάλογο και, κυρίως, τη δράση, ώστε η κοινωνία των πολιτών να ενεργοποιηθεί και να αναλάβει θετικές πολιτικές πρωτοβουλίες.

1. Η κρίση και οι κίνδυνοι
Η παραλυσία της πολιτικής απειλεί τη χώρα με τον κίνδυνο μιας αυριανής οικονομικής καταστροφής -καταστροφής που θα μας ρίξει σε συνθήκες αδιανόητης φτώχειας και εξαθλίωσης. Την εξαθλίωση τη ζουν ήδη οι άνεργοι και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι, ενώ κινδυνεύουν να περιπέσουν σ’ αυτήν μεγάλες ομάδες πολιτών, από διάφορες οικονομικές τάξεις.
Ήδη σήμερα βιώνουμε την αποσύνθεση του κράτους και την ανεξέλεγκτη επέκταση της ανομίας κάθε είδους -από το μεγάλο οικονομικό έγκλημα και την αντι-κοινωνική βία των οργανωμένων συμφερόντων ως την κοινή εγκληματικότητα που έχει μεταμορφώσει σε ζούγκλα μια χώρα που ήταν πριν λίγα χρόνια όαση ανθρωπιάς και ασφάλειας. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες συνειδητοποιούν καθημερινά, με απόγνωση, ότι ζουν σε ένα κράτος ανάξιο να εφαρμόσει στοιχειωδώς την έννομη τάξη, δηλαδή την αναγκαία συνθήκη της κοινωνικής ειρήνης, ανίκανο να ανταποκριθεί στο στοιχειώδες καθήκον της σωστής επιτήρησης των συνόρων του, άβουλο παρατηρητή των εξελίξεων, εξωτερικών και εσωτερικών. Αποτέλεσμα είναι ο κοινωνικός ιστός να διαλύεται και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να πέφτουν εύκολα θύματα της ιδεολογικής αλλοτρίωσης που θεωρεί τον καταστροφικό μηδενισμό ή την απάθεια αποδεκτές πολιτικές αντιδράσεις.
Όμως, με όλα της τα δεινά, η κρίση έκανε ένα μεγάλο καλό: αποκάλυψε σε όλη του την τραγική έκταση τον πυρήνα της εθνικής μας παθολογίας. Η παραγωγική βάση έχει συρρικνωθεί, ενώ έχουν διογκωθεί  το δυσλειτουργικό, αναποτελεσματικό και συχνότατα διεφθαρμένο πελατειακό κράτος -γέννημα-θρέμμα της κομματοκρατίας- καθώς και η παρασιτική οικονομία που αυτό εξέθρεψε και συντηρεί. Τα εισοδήματα που παρέχει το κράτος, είτε νόμιμα είτε παράνομα, από τα κέρδη μεγάλων επιχειρηματιών μέχρι και τα πενιχρά, αλλά συχνά μη δικαιολογημένα επιδόματα, έγιναν η ατμομηχανή μιας πλασματικής ανάπτυξης, ενώ η ανταγωνιστική παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών παρέμεινε ισχνή.
Το πρόβλημα είναι, βέβαια, παλιό. Όμως, ενώ οι δύο μεγάλες πολιτικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η ένταξή μας στην ΟΝΕ, είχαν δημιουργήσει τις ευκαιρίες και είχαν προσφέρει τα μέσα για να το λύσουμε, το κομματικό σύστημα αγνόησε επιδεικτικά τις ευκαιρίες, ενώ με τη συνέργεια του πελατειακού κράτους και των συμφερόντων που αυτό εξυπηρετεί, καταχράστηκε προκλητικά τα μέσα, με αποτέλεσμα η διπλή ευρωπαϊκή μας ένταξη, αντί να λειτουργήσει ως ευκαιρία για ανασυγκρότηση, να γιγαντώσει το παλιό πρόβλημα—που είναι και η αιτία της σημερινής κρίσης—κρύβοντας τις ολέθριες συνέπειές του πίσω από την απατηλή εικόνα μιας πλασματικής ευημερίας.
Ο οικονομικός καταποντισμός της Ελλάδας συνδυάζεται με την απόλυτη απαξίωσή της στον ευρωπαϊκό χώρο. Η  Ελλάδα, από την ημέρα της ένταξής της στην Ευρώπη, πολιτεύτηκε αποδεχόμενη επισήμως τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά εμμένοντας ουσιαστικά στην εσωστρεφή νοοτροπία της. Αποτέλεσμα είναι ότι αντί να πλησιάσει την υπόλοιπη Ευρώπη, απομονώθηκε από αυτήν πολιτικά και κοινωνικά, έτσι ώστε να διαφοροποιούμαστε σήμερα ακόμη κι από τις εκείνες χώρες της Ένωσης που αντιμετωπίζουν τα ίδια ή αντίστοιχα προβλήματα με εμάς, κινδυνεύοντας πλέον να βρεθούμε όχι μόνον έξω από την Ευρωζώνη, αλλά ακόμα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτό το κατρακύλισμα έπαιξε η κυριαρχία μιας νοοτροπίας  διεκδικήσεων και παροχών—εκφυλισμένο αντίγραφο ιδεών που γεννήθηκαν σε άλλους καιρούς, με άλλες ανάγκες και προβλήματα—που εδώ και μερικές δεκαετίες διέβρωσε όλο το πολιτικό σύστημα και κυριάρχησε στη συνείδηση πολλών πολιτών. Ορίζοντας τον πολίτη ουσιαστικά ως αντίπαλο και όχι ως μέρος της πολιτείας, η νοοτροπία αυτή επέβαλε ως μοναδική εκδοχή του κοινωνικού διαλόγου τη γλώσσα των δικαιωμάτων και των απαιτήσεων. Όμως, σε μια πλουραλιστική δημοκρατία με υπεύθυνους πολίτες, τα δικαιώματα πηγαίνουν χέρι-χέρι με τις υποχρεώσεις. Παραγράφοντας αυτή τη βασική αρχή, αφήσαμε να κυριαρχήσει στη δημόσια ζωή ο χειρότερος εαυτός μας, με όλα τα τραγικά συνεπακόλουθα. Θεωρήσαμε ότι το κράτος είναι κάτι ξένο από εμάς και επιδοθήκαμε στη λεηλασία των κοινών αγαθών. Το γενικό συμφέρον αντικαταστάθηκε από σχέσεις πελατείας και ιδιοτέλειας. Πολλές φορές ενεργήσαμε σα να μην αγαπάμε την πατρίδα μας.
Η δημοκρατία, όμως, όπως εφεύρεθηκε σ’ αυτόν τον τόπο, είναι ένα πολίτευμα που αποδέχεται την τραγική φύση της ανθρώπινης πράξης -που σημαίνει την ωριμότητα, αλλά και την αποδοχή της ευθύνης, που είναι το βαρύ τίμημα της ελευθερίας. Δεν μπορούμε συνεχώς να μεμφόμαστε κάποιον άλλο για τις επιλογές μας.  Για να προχωρήσουμε, πρέπει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
2. Το όραμά μας
Είναι κατανοητή η οργή και η απελπισία των πολιτών μπροστά στη δεινή κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Όμως, αν θέλουμε να πάμε μπροστά, πρέπει να αφήσουμε τέτοια αισθήματα πίσω μας και να τα μετατρέψουμε σε θετικό όραμα και έργο. Γιατί, όσοι αγαπούμε αυτό τον τόπο, γνωρίζουμε ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες διαθέτουμε τεράστια αποθέματα φιλοπατρίας και δημιουργικότητας. Αποθέματα που αν ενεργοποιηθούν αποτελεσματικά μπορούν να αποτελέσουν τον άξονα μιας νέας εθνικής ανόρθωσης.
Το όραμα που εμπνέει τον αγώνα της ανόρθωσης είναι κοινό για τους περισσότερους συμπολίτες μας, έστω κι αν δεν το εκφράζουμε πάντα όλοι με τα ίδια λόγια. Θέλουμε την Ελλάδα μια πραγματική ευρωπαϊκή δημοκρατία, με ξεκάθαρη διάκριση εξουσιών, με σύγχρονο κοινωνικό κράτος, με θεσμούς που να εγγυώνται την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες. Για να κυριαρχήσει, όμως, το όραμα αυτό στην ψυχή μας και να γίνει πράξη, δεν μπορεί να οδηγείται από την τυφλή μίμηση ξένων προτύπων. Πρέπει να αποζητά τη δημιουργική τους αφομοίωση, με οδηγό τις καλές μας όψεις -αυτές που μας κάνουν, πέρα και πίσω από την οργή και την απελπισία, να αγαπάμε βαθειά τον τόπο μας. Οι καλές αυτές όψεις δεν είναι άλλες από τις αρετές που δείχνουμε στις ωραιότερες στιγμές μας, δηλαδή η υγιής, δημιουργική ατομικότητα που δεν αντιμάχεται την κοινωνία, αυτή που εκφράζει μοναδικά η λέξη “μεράκι”, αλλά και η άλλη της όψη, η αλληλέγγυα συλλογικότητα που βασίζεται στο φιλότιμο, αυτή που ενσαρκώνεται στην ανοιχτόκαρδη ελληνική παρέα, που δεν πνίγει, αλλά στηρίζει το άτομο. Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ξέρουμε και θέλουμε να δουλεύουμε σκληρά.  Είμαστε πολυμήχανοι, εξωστρεφείς και φιλοπρόοδοι, νοιαζόμαστε για τους κοντινούς ανθρώπους μας. Κι η πιο μεγάλη απόδειξη για τούτο είναι το πόσο διαπρέπουμε όταν βρισκόμαστε έξω από το διαλυτικό σύστημα της σημερινής Ελλάδας, στο εξωτερικό, σε χώρες που παρέχουν σταθερότητα και λειτουργούν με νόμους που εγγυώνται την κοινωνική συνοχή. Αυτές οι αρετές είναι που πρέπει να μας οδηγήσουν να χτίσουμε μια κοινωνία φιλελεύθερη, αλλά με κανόνες, που δεν θα μετατρέπει τη φιλία σε σχέση πελατειακή και τη συγγένεια σε προνόμιο, που θα διαλέγεται με τον κόσμο χωρίς να χάνει τη δική της φωνή.
Στην ψυχή μιας τέτοιας ανορθωτικής προσπάθειας πρέπει να πάλλει η παιδεία, αυτή ακριβώς που τις τελευταίες δεκαετίες κακοποιήσαμε βάναυσα. Η παιδεία που φωτίζει τον άνθρωπο και πλουτίζει την κοινωνία, αυτή που για  να την προσφέρουν στα παιδιά τους κάνουν τις μεγαλύτερες θυσίες οι Ελληνίδες και οι Έλληνες γονείς, δείχνοντας έμπρακτα την πίστη τους στην αξία της.
Αλλά, βέβαια, το αίμα που τρέφει τη χώρα είναι η οικονομία -και οικονομική ανόρθωση σημαίνει σήμερα καταρχάς κάλυψη του παραγωγικού ελλείμματος. Σημαίνει, κυρίως, μετάβαση σ’ ένα οικονομικό υπόδειγμα εξωστρεφές και ανταγωνιστικό. Μόνον αυτό ταιριάζει σε μια κυρίαρχη, δημοκρατική χώρα. Στο εξής θα πρέπει να αξιοποιούμε την ένταξή μας στην Ευρώπη, αλλά και κάθε διεθνή μας συνεργασία, όχι—όπως μέχρι σήμερα—για ενίσχυση του παρασιτισμού και της απραξίας, αλλά για να τοποθετηθούμε στην παγκόσμια οικονομία με ένα δικό μας μοντέλο παραγωγής. Να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που δίνει ο τόπος, τις ιδιαιτερότητες των αρετών μας, τη μικρή κλίμακα και τους ανοιχτούς ορίζοντες που ανέκαθεν χαρακτήριζαν ένα μέρος του Ελληνισμού, αξιοποιώντας τις και για την προσωπική προκοπή, αλλά και για το καλό του τόπου.
Παντού στην Ελλάδα υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις, φυλακισμένες τόσα χρόνια από το υπερτροφικό κράτος, τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την κακή μεταπολευτική νοοτροπία που περιγράψαμε. Δυνάμεις ζωντανές και καινοτόμες. Μόνον αν απελευθερωθούν, κάνοντας τόπο στη δημιουργικότητα, την επινοητικότητα, το μεράκι και την όρεξη των Ελληνίδων και των Ελλήνων για δουλειά και πρόοδο, θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε τις ευκαιρίες που δίνουν πλουσιοπάροχα ο τόπος μας, η διεθνής κοινότητα, η σύγχρονη εποχή και η τεχνολογία.
Αλλά και ο δημόσιος τομέας, που τόσο τον έχουμε ανάγκη, αν λειτουργεί αποτελεσματικά θα μπορέσει να ανασχηματισθεί ουσιαστικά μόνον αν στηρίζεται και αντλεί πόρους από έναν υγιή ιδιωτικό. Μόνο έτσι θα μπορέσει, εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία του, να ανταμείβει δίκαια τους άξιους δημόσιους λειτουργούς—όσοι είναι, πολλοί ή λίγοι—που χάρη σε αυτούς, χάρη στη δική τους ικανότητα και θέρμη, το κράτος μας δεν έχει ήδη σήμερα βουλιάξει.
Το κοινωνικό κράτος –παιδεία, υγεία, συντάξεις, επιδόματα– έχει κτιστεί άναρχα, σπάταλα και, κυρίως, άδικα. Μπορούμε, με τους ίδιους πόρους που δαπανούσαμε μέχρι τώρα ως ποσοστό του ΑΕΠ, να καλύψουμε ικανοποιητικά τις ανάγκες των πιο φτωχών, δημιουργώντας δίχτυ ασφαλείας και καλές κοινωνικές υπηρεσίες για όλους. Πρέπει όμως να υπάρξει εσωτερική αναδιανομή, από τα προνόμια των συντεχνιών προς το γενικό πληθυσμό και από τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας προς τις πραγματικές ανάγκες του πολίτη. Να περάσουμε, δηλαδή, από την αναρχία στην πραγματική εφαρμογή του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, που βασίζεται στο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της ελεύθερης αγοράς και των αρχών της δημοκρατίας.
Η πορεία προς το όραμα, με την ανάδειξη των αρετών μας, απαιτεί τη  θέσπιση και τη σωστή λειτουργία των θεσμών που θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της διαρρηγμένης σχέσης κράτους και πολίτη, προς όφελος της κοινωνίας και στη βάση του δημοσίου συμφέροντος. Αν θέλουμε να αφήσουμε πίσω τον κακό εαυτό μας, πρέπει να κάνουμε όλοι μαζί μια νέα μεταπολίτευση, ουσιαστικά δημοκρατική, καταργώντας το πελατειακό, αναποτελεσματικό, αδιαφανές και έντονα απονομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα –γεγονός που προϋποθέτει  τις απαραίτητες συνταγματικές και νομοθετικές τομές που θα βαθύνουν τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Όμως τέτοιες μεταρρυθμίσεις θέλουν το χρόνο τους, ενώ τα γεγονότα τρέχουν. Έτσι, αν δε θέλουμε να μας βρουν μεγάλες συμφορές, η πορεία μας πρέπει να αρχίσει τώρα, με άμεσο πολιτικό ζητούμενο τη συντεταγμένη μετάβαση από το παλιό στο καινούργιο, ώστε να μην συμπαρασυρθεί σε συνολικό αδιέξοδο η χώρα.

3. Οι προτεραιότητες
Η πρώτη προτεραιότητα για την επόμενη περίοδο είναι μια κυβέρνηση που θα έχει σκοπό να συμβάλλει στην ανάταξη της χώρας κι όχι να εξυπηρετήσει άνομα συμφέροντα, ούτε να προάγει εγωιστικές φιλοδοξίες, ή να επιβάλλει καταστροφικές, αποτυχημένες ιδεολογίες. Μια τέτοια, κυβέρνηση, καθώς και όλες οι θετικές πολιτικές δυνάμεις και οι ενεργοί πολίτες που επιθυμούν τη δημιουργική έξοδο από την κρίση, θα πρέπει να συνταχθούν με τους παρακάτω άξονες:
Εθνικός στόχος είναι να μετέχουμε ενεργά στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη ζώνη του Ευρώ. Η έξοδος από την ελληνική κρίση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε συνεννόηση και διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, όμως η διαπραγμάτευση θα αποδώσει μόνο αν η ελληνική πολιτική ηγεσία διαμορφώσει το δικό της αναγκαίο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής και, ταυτόχρονα, αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης, που να μπορεί να το υποστηρίξει μπροστά στο λαό και στην Ευρώπη. Δεν μπορεί να συνεχίσει να κρύβεται πίσω από τον καταναγκασμό των ξένων.
Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι απαραίτητη. Πρέπει να υπάρξουν πρωτογενή πλεονάσματα σε σύντομο χρόνο, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να μειωθούν οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο. Αυτό είναι καλύτερα να γίνει καταργώντας οργανισμούς και διευθύνσεις που δεν προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, χωρίς να υπάρξουν άλλες οριζόντιες περικοπές εισοδημάτων. Η αύξηση των κρατικών εσόδων, στο μέτρο που είναι εφικτή, πρέπει να προέλθει στο εξής μόνον από τη βελτίωση των μηχανισμών ελέγχου και είσπραξης.
Αλλά βέβαια η ουσιαστικότερη πηγή νέου εθνικού πλούτου και για το κράτος είναι η παραγωγική οικονομία. Για να δραστηριοποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας χρειάζονται συνθήκες ηρεμίας, σταθερότητας, βεβαιότητα ως προς το νόμισμα, τη χρηματοδότηση, τους φορολογικούς αλλά και τους άλλους νόμους. Το βασικό θεσμικό πλαίσιο δεν γίνεται να αλλάζει διαρκώς, όπως μέχρι σήμερα, ενώ η γραφειοκρατία πρέπει να περικοπεί ριζικά και γρήγορα.
Για να προκόψει ο τόπος θέλει ανοιχτά σχολεία, ανοιχτά πανεπιστήμια, ανοιχτά δικαστήρια, συγκοινωνίες που να λειτουργούν συνεχώς, κράτος που να δουλεύει αποτελεσματικά. Καμία κατάληψη, καμία καταστροφή, καμία ανεύθυνη ή γραφειοκρατική κωλυσιεργία δε μας βοηθά να λύσουμε τα προβλήματά μας. Αντίθετα βαθαίνουν επικίνδυνα την κρίση.
Είναι βέβαιο ότι τα παραπάνω δεν μπορούν να τα διασφαλίσουν καμία μονοκομματική κυβέρνηση, αλλά ούτε και ευκαιριακές συνεργασίες ανάγκης που θα λειτουργήσουν μόνον ως πρόσχημα, για την εξυπηρέτηση απώτερων φιλοδοξιών. Πρέπει αμέσως να μπουν στην άκρη οι εγωισμοί, οι ιδεολογικές διαφορές και το κομματικό όφελος. Για να αναλάβουν το δύσκολο έργο της ανάταξης πρέπει να προκριθούν οι καταλληλότεροι, οι άριστοι -όχι οι κομματικά ημέτεροι ή οι πελατειακά αρεστοί.
Όταν αρχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία, θα μπορέσουμε πάλι να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε και να αναμετρηθούμε για ζητήματα όπως τα όρια του κράτους, οι εργασιακές σχέσεις κι οι ευθύνες του παρελθόντος. Αυτή τη στιγμή όμως προέχει το εθνικό έργο της ανάταξης.
4. Οι πολίτες και τα κόμματα
Η ανόρθωση που περιγράψαμε ίσως φαντάζει ουτοπική, ιδιαίτερα σε στιγμές κρίσης. Δεν είναι όμως. Την ίδια στιγμή, δε θα είναι εύκολη. Χρειάζεται αρχικά η σκληρή απόφαση της αυτογνωσίας, κι έπειτα κόπος και αγώνας, συνεννόηση και επιμονή – δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα από όσα τάζουν τα σημερινά κόμματα στους πολίτες, θεωρώντας τους άβουλα, ανόητα όντα που μπορούν να τραφούν με την ελπίδα άκοπων, μαγικών λύσεων.
Απαραίτητη συνθήκη για να προχωρήσουμε στην υλοποίηση του οράματος είναι η ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, ώστε το πολιτικό τοπίο να μπολιαστεί με νέα πρόσωπα, νέες ιδέες και νέες δράσεις, σπάζοντας τα στεγανά που κρατούν μέχρι σήμερα το πολιτικό σύστημα κλειστό, δέσμιο των κομμάτων, της οικογενειοκρατίας, αντικοινωνικών συμφερόντων και κομματικά εξαρτημένων συντεχνιακών ηγεσιών.
Η ενεργοποίηση αυτή γίνεται σήμερα εφικτή χάρη στη ριζική αναδιάταξη της κομματικής μας γεωγραφίας που δημιούργησε η κρίση. Οι παραδοσιακοί διαχωρισμοί σε “δεξιά”, “κέντρο” και “αριστερά” έχασαν το νόημά τους, αφού οι Ελληνίδες και οι Έλληνες χωρίζονται τώρα σε δύο διακριτές ομάδες, με κριτήριο το μόνο ουσιαστικό δίλημμα που τίθεται σήμερα:  εμμονή στο αποδεδειγμένα αποτυχημένο παλιό μοντέλο ή αγώνας για να χτιστεί το καινούργιο;
Με την πρώτη επιλογή συντάσσεται μια μειοψηφική μερίδα του ελληνικού λαού, που όμως δυστυχώς περιλαμβάνει την πλειοψηφία του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού. Όσοι ανήκουν σε αυτήν, θέλουν να προστατεύσουν κεκτημένα, ατόμων ή ομάδων εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κρίση δε θα αφήσει κανένα από αυτά όρθιο, κι ότι, κατά συνέπεια, δουλεύουν εναντίον και του δικού τους συμφέροντος. Όμως η άρνηση της πραγματικότητας και η δαιμονοποίηση των άλλων –των ξένων, των εταίρων μας ή απλώς του αντίπαλου κόμματος– είναι φυσικό να αφήνει τελικά την όποια ελπίδα για ανόρθωση σε κάποιους “ηγέτες-σωτήρες”, αυτούς που με στόχο το ίδιο όφελος τάζουν εξωπραγματικές λύσεις, οδηγώντας τον τόπο με σιγουριά στην καταστροφή.
Στην άλλη όχθη βρίσκεται ο μεγάλος αριθμός των Ελληνίδων και των Ελλήνων που, ενώ μένουν ακόμη χωρίς δημόσια εκπροσώπηση, εκφράζουν καθημερινά την πεποίθησή τους ότι εμείς—το κράτος, τα κόμματα, οι πολιτικοί, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες—εμείς δηλαδή που φέρουμε και την κυριότερη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, είμαστε οι κατεξοχήν αρμόδιοι να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Σε αυτήν την κατηγορία πολιτών ανήκουμε προφανώς κι εμείς που δημιουργούμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι είναι αδύνατο να δούμε το ελληνικό πρόβλημα αυτόνομα από τις εξελίξεις της ευρωπαϊκής ή της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας, ξέρουμε ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει σ’ εμάς, τις Ελληνίδες και τους Έλληνες. Η δημοκρατία, ως αυτοαναφερόμενο πολίτευμα, χωρίς εξωτερικούς ρυθμιστές, δεν μπορεί να στηριχθεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στην ενεργό βούληση των πολιτών της.
Γιατί δεν πρέπει να γελιόμαστε: το κύριο έλλειμμα της σημερινής πολιτικής σκηνής, και ταυτόχρονα ο βαθύτερος λόγος που δε μπορούμε να ξεφύγουμε από τα δίχτυα της κρίσης, είναι ότι κανένα από τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα δεν αντιπροσωπεύει αυτή τη νέα μεγάλη, ουσιαστική πλειοψηφία αρχών, με συνέπεια λόγου, πράξης και ήθους. Γι’ αυτό και κανένα δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες, αφού άλλα από τα υπάρχοντα κόμματα υπόσχονται χωρίς να υλοποιούν, επειδή δεν πιστεύουν και δεν μπορούν· άλλα, αμετανόητα στην παλαιοκομματική λογική του λαϊκισμού, τάζουν πράγματα ανέφικτα· ενώ άλλα κάνουν μεν σωστές διαπιστώσεις, αλλά απαρτίζονται από ανθρώπους που δεν έχουν δώσει δείγματα ότι εκφράζουν μια νέα νοοτροπία ή μπορούν να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο έργο.
Σήμερα έχουμε ανάγκη από τη γλώσσα της αλήθειας, όχι των ψευδαισθήσεων. Γιατί η γλώσσα εκπίπτει σε κενή και αναξιόπιστη ρητορική όταν αποσυνδέεται από την πράξη, ενώ αντίθετα φωτίζει και συνεγείρει όταν εκφράζει ανιδιοτελή, έμπρακτη και ρεαλιστική παρουσία.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχει ανάγκη για ενέργειες που θα συνεγείρουν τους Έλληνες πολίτες γύρω από το θετικό όραμα της δημιουργίας, αλλά και για φορείς που θα μπορούν να προσφέρουν, ως έγκυρη υπόσχεση για το μέλλον, όχι μόνο τον πρότερο βίο, αλλά και όλη την προσωπική και επαγγελματική διαδρομή όσων τον αποτελούν.
5. Από το “εγώ” στο “εμείς”
Η προσπάθεια για την αναγέννηση της χώρας θα είναι επώδυνη και μακροχρόνια. Η αποδόμηση που συντελέστηκε σε βάθος στα μεταπολιτευτικά χρόνια δε μπορεί να αποκατασταθεί ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα. Όμως δεν έχουμε παρά να πάμε μπροστά, σ’ έναν δρόμο που πρέπει να χαράξουμε βαδίζοντάς τον.
Εμείς που ιδρύσαμε τον Κοινωνικό Σύνδεσμο έχουμε κάθε διάθεση να βρούμε έδαφος συνεργασίας με όσους μέσα στα κόμματα αγωνιούν και εργάζονται για γνήσιες μεταρρυθμίσεις και δεν προτάσσουν το προσωπικό ή το μικροπολιτικό όφελος· με ομάδες πολιτών σε όλη τη χώρα που ξεκινούν παράλληλη πορεία με τη δική μας· όπως και με κάθε φορέα που μπορεί να συμβάλλει στον κοινό σκοπό της εθνικής σωτηρίας και ανόρθωσης. Αλλά, πάνω από όλα, θέλουμε να συνεργαστούμε με κάθε πολίτη που πιστεύει ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να μπει ξανά στο δρόμο που αξίζει στα παιδιά μας.
Σε όλους αυτούς απευθυνόμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου